Τρίτη 27 Μαΐου 2008

Δακρυσμένο γράμμα μιας εγγονής

Προς την Πόλη των Αγγέλων, για τη γιαγιά μου την Μαρία…
Αγαπημένη μου Γιαγιά,
Στην Πόλη των Αγγέλων… εκεί ανήκεις πια..
Θέλω να πιστεύω το ταξίδι σου, να ήταν όμορφο.. με τα αγαπημένα σου πρόσωπα
Να σε περιμένουν στην πύλη, της πόλης τους!!!
Έφυγες και δε πρόλαβα να σου πω μια τελευταία κουβέντα..
Να σου δώσω ένα τελευταίο εν ζωή φιλί .. ναι εκεί στο μάγουλο που σου άρεσε..
Να σου χαϊδέψω τρυφερά το χέρι .. και να σου πω : «Όλα θα πάνε καλά , να μη φοβάσαι.»
Πάντα φοβόσουν ετούτη τη στιγμή.. πάντα είχες την απορία ζωγραφισμένη στα μάτια σου, για το τι γίνεται μετά θάνατον..
Πάντα ρωτούσες: «Παιδί μου , αλήθεια υπάρχουν τα σκουληκάκια που σου τρώνε το κορμί?»
Πάντα γελούσες στις χαρές μας, στις γιορτές μας, ήσουν πάντα εκεί δίπλα μας..
Να λοιπόν, που στη χαρά της αδερφής μου , μας την «έκανες» γιαγιά μου… είπες μια φορά να μην έρθεις… κι εγώ που ήλπιζα να σε χω δίπλα μου στο γάμο μου… να τώρα θα έχω την σκέψη μου μαζί σου, και τα μάτια μου στον ουρανό … και να σε καλώ.. στα δύσκολα, μα και στις δικές μου χαρές..
Ήσουν μια γριούλα… με πολλά βάρη στους ώμους σου όλα ετούτα τα χρόνια..είχες κάνει μια οικογένεια.. 5 παιδιά, με 9 εγγόνια και πρόλαβες να δεις και 7 δισεγγόνια.. ήσουν ευτυχισμένη αν και στα μάτια σου πάντα είχες το σκοτεινό βλέμμα της αγωνίας, για το αν καταφέρουν ποτέ , όλα αυτά που έγιναν με την πάροδο του χρόνου, να έρθει η στιγμή , που θα τους δεις όλους μονιασμένους , πάντα το έλεγες σα παράπονο : «Άραγε παιδί μου, μου έλεγες, τα παιδιά μου θα μιλήσουν ξανά μεταξύ τους?» «Μα γιατί να είναι έτσι, μέσα στο μίσος..!!»
Αχ, γιαγιά μου θυμάσαι τι σου είχα πει κάποτε?
Γιαγιά , όλοι αυτοί που δε μιλάνε μεταξύ τους, είναι γιατί ο ένας βλέπει στο πρόσωπο του άλλου τη σκοτεινή πλευρά του εαυτού του.. σαφώς και δε με είχες καταλάβει τότε.. αλλά πιστεύω το κατάλαβες το Σάββατο στο τελευταίο αντίο που σου είπαν.
Σου είπα όλοι το τελευταίο αντίο .. μετανιωμένοι κάποιοι γιατί σε παράτησαν μια μέρα μέσα σε μια κωματώδη κατάσταση από τα χάπια.. και δε σε πήραν ποτέ να σου προσφέρουν αυτό που ήθελες πάντα γιαγιά μου… «Αγάπη, λόγια από καρδιάς, από τα ίδια σου τα παιδιά… λόγια που θα σε κάνουν κι εσένα να αισθανθείς ότι υπάρχεις παρά τα γεράματα , δίπλα τους και δε σε έχουν παραγκωνίσει… λόγια ζεστασιάς, που βγαίνουν μέσα από τα δικά σου μάτια… να σου κρατήσουν το χέρι και να σου πουν πως όλα θα πάνε καλά… να σου ακουμπήσουν τα δάκρυα τους στο μαξιλάρι σου κι εσύ να αναστηθείς έστω και για λίγες ημερες.. να σε κάνουν να περάσεις όμορφα στη ζωή σου και να μη σε κατηγορούν συνεχώς για τα λάθη του παρελθόντος…»
Κανείς δε έπρεπε να σε κρίνει … γιατί ουδεις αναμάρτητος σε αυτή τη ζωή… και αυτό το ξέρουν πολύ καλά τα παιδιά σου γιαγιά … αυτό προσπάθησαν να πετύχουν στην τελευταία πράξη .. του δράματος… στην κορύφωσή του… να σε κάνουν να τους αισθανθείς ότι λυπούνται που έφυγες από τη ζωή. Γιαγιά μου, ήταν έναν θέατρο πιστεύω ότι το ένιωσες κι εσύ και θα κοίταξες πολλές φορές προς τα πίσω να τους δεις.. να σπαράζουν με δάκρυα θεατρινισμού.. πιστεύω πως εκείνο που θα έκανες έστω κι εκείνη τη στιγμή ήταν να πεις «εγώ τους αγαπώ και τους συγχωρώ» αυτό είμαι σίγουρη ότι το είπες.. γιατί ακόμα και στις τελευταίες σου στιγμές αυτό έδειχνες.. να τους συγχωρείς όλους..
Σε χαίρομαι γιατί ήσουν ένας άνθρωπος έξω καρδιά , λίγο «αφελής», δεν κρατούσες ποτέ κακία… σε κανέναν… κι ας σε είχαν στύψει σα λεμονόκουπα κάποιες φορές κατά το παρελθόν… όμως αυτά τώρα ανήκουν στο επίγειο κόσμο μας… κι εσυ είσαι στην πόλη των αγγέλων … κι μακάρι ο Κύριος να σου ανοίξει τις πύλες και να σε υποδεχτεί στο Παράδεισο.. που πάντα ήθελες να πας… πιστεύω ότι θα γίνει κι αυτό..
Θυμάσαι γιαγιά μου που ερχόμασταν από την εκκλησία και με έβαζες να σου διαβάζω τη «Φωνή του Κυρίου»? Πάντα εκεί δίπλα από τον καναπέ είχες στοίβες τα κυρήγματα της Κυριακής.. και πάντα δε προλαβαίναμε να τα διαβάσουμε ως το τέλος γιατί η συγκίνηση σου σε έκανε να βάζεις τα κλάματα κι εγώ δεν ήθελα να σε βλέπω να κλαις… Κι εσύ τώρα δε θα ήθελες να με βλέπεις με τα μάτια βουρκωμένα … το ξέρω.. πάντα μου έλεγες «να μη κλαίω, όταν αρρώσταινα πάντα ερχόσουν και μου έλεγες να είχες εσύ πυρετό κι όχι εγώ..»
Θυμάσαι γιαγιά μου που όταν γεννήθηκα , επειδή είχα γεννηθεί πρόωρό μωρό, στο 5 μήνα της κυήσεως , κι όλοι λέγατε ότι δε θα ζήσω, είχες πει , ότι αν είναι θέλημα θεού θα ζήσω? Ήταν γιαγιά μου θέλημα να ζήσω, με είδες να μεγαλώνω, μέρα με τη μέρα, χρόνια με τα χρόνια, και πάντα με την ιστορία μου , να μου τη διηγείσαι λες και δεν είχε περάσει μια μέρα από τότε..
Θα είσαι ένα αγγελάκι στην πόλη αυτή που σε έχει υποδεχτεί εδώ και 8 ημέρες.. Ο πατέρας μου , που του είχες και μεγάλη αδυναμία, καθότι και το Βενιαμίν της οικογένειας σου, γιαγιά μου, έχει μεγάλο καημό που έφυγες.. που σε αποχαιρέτησε με ένα μεγάλο αντίο … το είδες πιστεύω πως ο «Γίγαντας» έγινε ένα μικρό «μυρμήγκι», που απλά κουβάλησε αυτό το σταυρό..
Για εκείνον ήσουν η μάνα που πόνεσε, έκλαψε, γέλασε, μετανόησε αλλά πάντα ήταν εκεί δίπλα σου σε όλες σου τις στιγμές… όπως κι εσύ γιαγιά μου στις δικές του..
Πάντα σε αγαπούσε και σου το έδειχνε με έναν ιδιαίτερο τρόπο.. που το καταλαβαίνατε οι δυο σας… έτσι δεν είναι?
Γιαγιά μου, γλυκιά σε ευχαριστώ για τις αρχές , το ήθος και τις αξίες που με έμαθες να πορεύομαι στη ζωή.. ήσουν για μένα ένα μεγάλο κομμάτι της ανατροφής μου μετά από τους γονείς μου…
Πήρα κάτι από εσένα… τα μάτια τα μελαγχολικά.. που τώρα τελευταία σε ότι άκουσμα κι αν βρεθώ.. δακρύζουν εύκολα…
Ήσουν κι εσύ πάντα ευσυγκίνητη και ευκολόπιστη… πήρα το ευσυγκίνητη από εσένα.. κι έπλασα έναν χαρακτήρα που συνεχώς εξελίσσομαι, βελτιώνομαι και απλά και μοναδικά όπως εσύ έκανες κάνω κι εγώ τώρα ,φίλους κι εχθρούς, τους αγαπώ… και δε κρατώ κακίες…
Και να που πέρασαν ήδη 9 μέρες χωρίς την παρουσία σου
Σε αναζητάμε όλοι .. όλοι μας σκαλίζουμε τις αναμνήσεις για να βρούμε τις καλές μας στιγμές.. μαζί σου..
Αισθάνομαι την ανάγκη να σου πω τόσα πολλά ..που δε πρόλαβα.. δε κατάφερα να στα πω όλα.. όλα εκείνα που θα σε έκαναν να γελάσεις, να ξεχαστείς, και να παλέψεις.
Ξέρω είναι δύσκολος ο αποχωρισμός και κάποιες φορές πρέπει να τον αποδέχεσαι όταν προέρχεται από φυσικά αίτια.. από το πέρασμα του χρόνου που μας καταβάλει σε «γερασμένα μωρά».
Πάντα μου έλεγες το ρητό: «Εκεί που είσαι ήμουνα, κι εδώ που είμαι θα ρθεις»
Πάντα λαχταρούσες τα νιάτα σου.. να διορθώσεις τα λάθη σου, όμως κανείς δε σου έμαθε γιαγιά μου, πως τα λάθη σε ωρίμασαν σε έκαναν μια γηραιά κυρία.. γιατί προσέφερες με τον δικό σου πάντα τρόπο, με τις δικές σου λιγοστές γνώσεις – μα είχες τις γνώσεις της ζωής , που δε το είχες καταλάβει, ή μάλλον δε σε άφησαν να το καταλάβεις – την αγάπη και την στοργή στα παιδιά σου, στα αδέρφια σου, που μεγάλωσες και στα εγγόνια σου.
Όλοι αυτοί θα επρεπε να αναλογιστούν τη δική σου προσφορά και να σου πουν ένα μεγάλο ευχαριστώ.. όμως όχι τώρα που έχεις ανέβει στον ουρανό γιαγιά μου, αλλά ενώ ήσουν ακόμα στη ζωή… στη εν ζωή πορεία μας πρέπει να κάνουμε τα αδύνατα δυνατά και να παλεύουμε και να εκφράζουμε την αγάπη μας στα πρόσωπα που την αξίζουν και η μόνη που την άξιζες ήσουν εσύ.. εσύ με την αναμελιά σου, με το γέλιο ενός μικρού παιδιού, που έκρυβες μέσα σου, με τα θλιμμένα μάτια σου , με την αθωότητα, του μυαλού σου έκανες αυτό που έπρεπε: έδωσες αγάπη, πήρες από κάποιους αγάπη, πορεύτηκες στην ζωή με τον λόγο του θεού..
Τώρα έφυγες για το ταξίδι της ψυχής και της σωματικής σου Ανάστασης..
Έφυγες και άφησες πίσω .. τον κόσμο τον άκαρδο από μερικούς, ακόμα και από τα παιδιά σου… κάποτε είχες πει .. «Έκανα 4 κόρες , και 2 γιούς» αυτό πήγαινε στην μητέρα μου, που σε αγάπησε με τα προτερήματα και τα ελαττώματα σου.. αλλά αυτό κανείς δε το είχε καταλάβει.. ότι τον άνθρωπο μας πρέπει να τον αγαπάμε με τα στραβά του και τα καλά του.. και πόσο μάλλον την Μάνα μας.Αυτό το είχαν διαγράψει τα 4 παιδιά σου…
Με έχει πικράνει το γεγονός γιαγιά μου που ενώ όλοι ήταν παρόν σε αυτό το ύστατο Αντίο ποτέ κανείς τους δεν ήταν παρόν στη ζωή σου, στις καλές και τις άσχημες στιγμές σου, κανείς δε σου είχε πει ποτέ έλα να κάτσεις όσες μέρες θέλεις στο σπίτι μου.. κανένα σου παιδί και μόνο το στερνοπούλι σου , ο πατέρας μου, σε έπερνε παντού, σου έκανε τις βόλτες σου στο Ηράκλειο, ερχόσουν και καθόσουν στο σπίτι μας, μας πρόσεχες όταν ήμασταν παιδιά.. μας έκανες να γελάμε με τα αστεία σου.. Θυμάσαι που πάντα μου έλεγες «Παιδί μου, εγώ σε αγαπώ περισσότερο γιατί δεν το πίστευα ότι θα ζήσεις?» Θυμάσαι τι σου έλεγα? «Γιαγιά μου, το αισθάνομαι αυτό αλλά έχεις και άλλα εγγόνια έχεις και τα παιδιά σου.. και τι μου λεγες "Του παιδιού μου το παιδί είναι δυο φορές παιδί μου…και ξέρω εγώ γιατί σε ξεχωριζω.."
Άραγε γιαγιά μου, γιατί με ξεχώρισες? ποτέ δε σε ρώτησα, γιατί ίσως για μια στιγμή, φοβήθηκα το βάρος της απάντησής σου...που ίσως να μου έδινες.
Όλοι οι χωριανοί σου ήρθαν να σε αποχαιρετήσουν, οι γειτόνισσές σου, οι συγγενείς όλοι ήταν εκει και όταν περνούσαν από δίπλα μου, μου έλεγαν να ζω να σε θυμάμαι γιατί με αγαπούσες πάρα πολύ… Αχ, ρε γιαγιά μου κι εγώ σε Αγαπάω πολύ και δε πρόλαβα να σου το πω, να το ακούσεις για τελευταία φορά.. έτσι για να επισφραγίσουμε αυτή την αγάπη..
Υ.Γ. Για πάντα θα σε έχω μέσα στη πιο ζεστή γωνιά της καρδιάς μου, του μυαλού μου και της σκέψης μου.... για πάντα θα είσαι η πιο όμορφη γιαγιά με τη μεγάλη της καρδιά.. !!!
Υ.Γ.2: Πάντα θα σε περιμένω στα όνειρα μου, να μου λες τα πιο όμορφα λόγια από τη ζωή σου... που ήταν γεμάτα με προκλήσεις...
Υ.Γ3: Και να φανταστείς ότι για εσένα κατεβαίνω στην Κρήτη... και για την άλλη μου γιαγιά και τον παππού.... γιατί μου έλειψαν οι στιγμές μου, μαζί σας...Αλλά μου την έφερες... δε σε αδικώ... γιατί μάλλον ο παππούς σε περίμενε στην πόρτα της πύλης των αγγέλων.

1 σχόλιο:

ναυαγός στο γαλάζιο είπε...

Αυτό το σ'αγαπώ που ποτέ δεν είπαμε... δεν πρόλαβαμε.
Αυτή την τόσο μικρή λέξη.
Σ'εκείνους που με την τεράστια καρδιά τους, μας κράτησαν και μας κρατάνε στην ζωή ακόμη και τώρα.
Δάκρυ κυλά στην θύμησή τους...

Θα έδινα τα πάντα...